- φέρετρον
- φέρετρονbierneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φερέτρου — φέρετρον bier neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέτρων — φέρετρον bier neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέτρῳ — φέρετρον bier neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτρα — φέρετρον bier neut nom/voc/acc pl φέρτρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτρον — φέρετρον bier neut nom/voc/acc sg φέρτρον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρτρῳ — φέρετρον bier neut dat sg φέρτρον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρετρο — το / φέρετρον, ΝΑ, και φέρεθρον και συγκεκομμένος τ. φέρτρον Α ξύλινο συνήθως κιβώτιο στο οποίο τοποθετείται ο νεκρός για να μεταφερθεί στον χώρο ταφής και στη συνέχεια να ταφεί, κάσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. φέρω) +… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
φερετρεύομαι — Α [φέρετρον] (για τρόπαιο) μεταφέρομαι σε φορείο κατά τη διάρκεια πομπής προς τον ναό τού Φερετρίου Διός … Dictionary of Greek
φερέτρωι — φερέτρῳ , φέρετρον bier neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)